- έγχρισμα
- το (AM ἔγχρισμα)η επάλειψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔγχρισμα — liniment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρισμάτων — ἔγχρισμα liniment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασι — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσμασιν — ἔγχρισμα liniment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρίσματα — ἔγχρισμα liniment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)